ηδονιστικός

ηδονιστικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον ηδονισμό ή που προκαλεί ηδονή
2. φρ. «ηδονιστική αρχή» — αρχή τής θεωρητικής οικονομικής, κατά την οποία αιτία και σκοπός κάθε οικονομικής δραστηριότητας είναι η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ικανοποίηση τών ανθρώπινων αναγκών.
επίρρ...
ηδονιστικά και -ώς
με τρόπο ηδονιστικό, με σκοπό ηδονικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hedonistic (< ηδονή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηδονιστικός — ή, ό 1. ό,τι αναφέρεται στον ηδονισμό: Ηδονιστικές θεωρίες. 2. αυτός που προκαλεί ηδονή: Το βρίσκει ηδονιστικό να τα βάζει με τον εαυτό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”