- ηδονιστικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στον ηδονισμό ή που προκαλεί ηδονή2. φρ. «ηδονιστική αρχή» — αρχή τής θεωρητικής οικονομικής, κατά την οποία αιτία και σκοπός κάθε οικονομικής δραστηριότητας είναι η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ικανοποίηση τών ανθρώπινων αναγκών.επίρρ...ηδονιστικά και -ώςμε τρόπο ηδονιστικό, με σκοπό ηδονικό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hedonistic (< ηδονή)].
Dictionary of Greek. 2013.